- ἐπισύνδεσις
- ἐπισύνδεσιςconcatenationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισύνδεσις — ἐπισύνδεσις, ἡ (Α) [επισυνδέω] σύνδεση με κάτι, αλληλεξάρτηση … Dictionary of Greek
ἐπισύνδεσιν — ἐπισύνδεσις concatenation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԱԿՇԱՂԿԱՊՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0195 Chronological Sequence: 8c գ. ἑπισύνδεσις colligatio, connexio, conjunctio. Շաղկապումն ընդ իրեարս. կապակցութիւն. յօդ. զօդ. *Ճակատագիր, դասումն եւ մակշաղկապութիւն (պատճառաց) անվրէպ. Նիւս. բն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)